- ναύστης
- ναύστης, ου, ὁ,A = ναύτης, Sammelb.1207.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ναύστης — ναύστης, ὁ (Α) ναύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ναύτης με σ πιθ. κατά τα αρσ. σε στης (πρβλ. ναῦσθλον)] … Dictionary of Greek
ναύστης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυστιλεία — ναυστιλεία, ἡ (Α) ναυτιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταγενέστερος τ. τού ναυτιλία (πρβλ. ναύστης)] … Dictionary of Greek
ναυστολόγος — ναυστολόγος, ὁ (Α) 1. αυτός που εξοπλίζει πλοίο 2. στον πληθ. οἱ ναυστολόγοι τα πορθμεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναύστης + λόγος*] … Dictionary of Greek